- νεωτερίζουσα
- νεωτερίζωmakeinnovationspres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… … Dictionary of Greek
Μπάρμπερ, Σάμουελ — (Samuel Barber, Γουέστ Τσέστερ, Πενσιλβάνια 1910 – 1981). Αμερικανός συνθέτης. Άρχισε μουσική σε μικρή ηλικία και σπούδασε πιάνο, τραγούδι, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας. Κερδίζοντας βραβεία και υποτροφίες, προκάλεσε την προσοχή της κριτικής με … Dictionary of Greek